- μοναδιστί
- μοναδιστί (Α)επίρρ.1. κατά μονάδες2. με μοναδικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, -άδος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. ποδ-ιστί)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοναδιστί — in units indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)